λέαινα

λέαινα
Όνομα δύο εταίρων της αρχαιότητας. 1. Αθηναία εταίρα (6ος αι. π.Χ.). Ήταν φίλη του Αρμόδιου, ενός από τους Τυραννοκτόνους. Όταν ο Ίππαρχος δολοφονήθηκε, ο αδελφός του Ιππίας τη βασάνισε για να ομολογήσει ό,τι γνώριζε για τη συνωμοσία και η Α. έκοψε με τα δόντια της τη γλώσσα της για να μη μιλήσει. Όταν οι Αθηναίοι νίκησαν τους τυράννους, θέλησαν να την τιμήσουν. Δεν μπορούσαν να της στήσουν άγαλμα επειδή ήταν εταίρα, όμως έβαλαν τον Αμφικράτη να κατασκευάσει μία χάλκινη λέαινα χωρίς γλώσσα προς τιμήν της, έργο που τοποθετήθηκε μπροστά από τα Προπύλαια. 2. Κορίνθια εταίρα (3ος αι. π.Χ.). Ήταν φίλη του Δημήτριου του Πολιορκητή. Για να τον κολακέψουν, οι Αθηναίοι ίδρυσαν ναό της Αφροδίτης προς τιμήν της.
* * *
η (Α λέαινα)
1. το θηλυκό λιοντάρι («ἡ δὲ δὴ λέαινα... ἅπαξ ἐν τῷ βίω τίκτει ἕν», Ηρόδ.)
2. μτφ. γενναία και μαχητική γυναίκα
αρχ.
1. προσωνυμία τής Εκάτης
2. ονομασία διαφόρων κολλυρίων
3. στον πληθ. αἱ λέαιναι
γυναίκες αφιερωμένες στον Μίθρα
4. φρ. «λέαιν' ἐπὶ τυροκνήστιδος» — ονομασία μιας στάσης συνουσίας
5. παροιμ. φρ. μτφ. α) «λεαίνας μαζὸν ἐθήλαζεν» — λεγόταν σε περιπτώσεις θηριωδίας, αγριότητας (Θεόκρ.) β) «δίπους λέαινα»
μτφ. η Κλυταιμνήστρα (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέων + κατάλ. -αινα (πρβλ. δράκ-αινα, λύκ-αινα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Λέαινα — Λεαίνα fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λέαινα — lioness fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λεαίνας — Λεαίνᾱς , Λεαίνα fem acc pl Λεαίνᾱς , Λεαίνα fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεαίνας — λεαίνᾱς , λέαινα lioness fem acc pl λεαίνᾱς , λέαινα lioness fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λέαιν' — Λέαινα , Λεαίνα fem nom/voc sg Λέαιναι , Λεαίνα fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λέαιν' — λέαινα , λέαινα lioness fem nom/voc sg λέαιναι , λέαινα lioness fem nom/voc pl λέαινε , λεαίνω smooth pres imperat act 2nd sg λέαινε , λεαίνω smooth imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Леэна — (Λέαινα = львица) афинская гетера. Ее имя связано с заговором Гармодия и Аристогитона, которых она не выдала, хотя знала о существовании заговора. За это афиняне воздвигли в честь ее статую, изображающую львицу без языка. Позднее в честь ее… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Λεαινῶν — Λεαίνα fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεαινῶν — λέαινα lioness fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λεαίναις — Λεαίνα fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”